cookosrider logo

Ταξίδι στην Ευρώπη των Βουνών και των Δρόμων

Ξεκινήσαμε από τη Χαλκίδα, με τις μηχανές φορτωμένες και το μυαλό μας άδειο.. όπως πρέπει δηλαδή. Τέσσερα άτομα, δύο μηχανές, και ένα πλάνο που δεν έλεγε και πολλά. Το μόνο σίγουρο ήταν πως θα είχε απ’ όλα: εκπλήξεις, πολύ γέλιο, τοπία που σου κόβουν την ανάσα, διαδρομές που δε θες να τελειώσουν, αλλά και τις άλλες .. τις δύσκολες, με τη ζέστη να σε βαράει κατακέφαλα και την κούραση να σε λυγίζει. Φαγητό, μπύρες, αρχιτεκτονική, ατυχίες… και άπειρα χιλιόμετρα.

Τα πρώτα μέχρι τον Προμαχώνα πέρασαν νεράκι. Όσο περνούσαν τα σύνορα, τόσο άλλαζε και το τοπίο. Η πρώτη στάση, σ’ ένα τυπικό βουλγάρικο χωριό, που έμοιαζε ξεχασμένο από τον χρόνο. Χωματόδρομοι, σπίτια σαν να τα ’χουν παρατήσει, τίποτα το γραφικό ή φτιαγμένο για να σε εντυπωσιάσει. Κι όμως, εκεί κρύβεται μια άλλη όψη του ταξιδιού, εκείνη που δεν είναι για κάρτ ποστάλ. Που σε προσγειώνει, σε προσκαλεί να δεις πίσω απ’ την εικόνα.

Μετά, ήρθε το Μοναστήρι της Ρίλα. Ο δρόμος που σε οδηγεί εκεί, στενός και ευχάριστος, είναι από μόνος του εμπειρία: ποτάμι στο πλάι, σκιερές στροφές και μια ησυχία που μόνο το βουνό προσφέρει. Και στο τέλος, το μοναστήρι. Πραγματικά εντυπωσιακό. Όχι μόνο σαν εικόνα αλλά και σαν αίσθηση. Σαν να μπήκες σε μια άλλη εποχή. Κόσμος πολύς, τουρίστες από παντού, κι αυτό λίγο σε πετάει έξω απ’ το μυστήριο που θα ήθελες να νιώσεις, αλλά και πάλι… Κάτι έχει αυτός ο τόπος.
Σου μιλάει χαμηλόφωνα, αρκεί να σταθείς λίγο και να ακούσεις..


Από εκεί, η διαδρομή μας οδήγησε στη Σόφια, ένας γρήγορος καφές δίπλα στους ανθρώπους που συνεχίζουν να γράφουν την ιστορία της πόλης. Τα μαζεύουμε και φτάνουμε στον Βελιγράδι για διανυκτέρευση, μια πόλη που ανασαίνει ιστορία και ζωντάνια ταυτόχρονα. Κάθε γωνιά της κρύβει μνήμες από εποχές που άλλαξαν την Ευρώπη, ενώ οι καφετέριες και τα μπαρ σφύζουν από ζωή, θυμίζοντας πως εδώ το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν αρμονικά.


Η επόμενη ημέρα μας βρίσκει στην Ουγγαρία και στη Βουδαπέστη, που μας υποδέχτηκε με τον ποταμό Δούναβη να κυλάει αργά, ενώ τα ιστορικά γεφύρια ενώνουν όχι μόνο τις δύο όχθες της πόλης αλλά και το χθες με το σήμερα. Η ατμόσφαιρα εκεί σε καλεί να περπατήσεις ατελείωτα, να ανακαλύψεις τα κρυφά σημεία και να νιώσεις την παλιά αυτοκρατορική αίγλη ανάμεσα στα σύγχρονα τραμ και το γρήγορο ρυθμό. Πανέμορφη, καταπράσινη, με το ποτάμι της, το κάστρο, τα παλιά μεγαλοπρεπή κτίρια και τον κόσμο να γεμίζει τις πλατείες και τις όχθες με ζωή. Δύο ημέρες τουρίστες κι εμείς, με φωτογραφίες, φαγητό στον δρόμο, παγωτά και παγωμένες μπύρες σε πλατείες. Ευτυχώς τις καλές φωτογραφίες τις τραβάει η Ελένη, γιατί εγώ δεν το ‘χω καθόλου. Εγώ είμαι μόνο για βίντεο και δρόμο.


Η Βιέννη μας καλωσόρισε με τους δρόμους που γεμίζουν από μουσικούς, αποπνέοντας μια αίσθηση πολιτισμού και ιστορίας που δύσκολα συναντάς αλλού. Όμορφη πόλη και αυτή, με αποκορύφωμα την επίσκεψη στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, κάτι που ο Σπύρος επέμενε να κάνουμε και καλά έκανε! Ένα αριστούργημα γοτθικής αρχιτεκτονικής που στέκεται περήφανα στο κέντρο της πόλης. Η ατμόσφαιρα γύρω του γεμάτη ζωή, καλλιτέχνες του δρόμου, άλογα, ήχοι από βιολιά και τουρίστες που κοιτούν ψηλά προσπαθώντας να χωρέσουν την οροφή σε μια φωτογραφία.
Το βράδυ έκλεισε με το πιο αυθεντικό αυστριακό σνίτσελ που δοκιμάσαμε στο ταξίδι, συνοδεία τοπικής μπύρας, σε μια από τις παραδοσιακές μπυραρίες της πόλης. Ήταν απ’ αυτές τις στιγμές που δεν έχουν τίποτα το εντυπωσιακό, αλλά σου μένουν. Γιατί μέσα στην απλότητά τους, κουβαλάνε τη γεύση του τόπου και τη χαλαρότητα μιας μέρας γεμάτης εικόνες.



Και τότε άρχισε η πραγματική πρόκληση: οι Άλπεις!

Το Χάαλστατ φάνταζε σαν σκηνικό από παραμύθι , πολύ όμορφο και γραφικό, με την ήρεμη αλπική λίμνη και τα βουνά να αγκαλιάζουν το χωριό σαν σκηνικά που έχουν στηθεί με απόλυτη ακρίβεια για καρτ ποστάλ. Όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, λες και τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Όμως, όσο κι αν το τοπίο είναι ειδυλλιακό, δεν μπορείς να αγνοήσεις την έντονη τουριστικοποίησή του. Στην ουσία μοιάζει περισσότερο με βιτρίνα παρά με ζωντανό χωριό. Αν το πεις το ομορφότερο της Ευρώπης σε κάποιον που έχει πάει, πιθανόν να σε κοιτάξει λίγο δύσπιστα. Σίγουρα δεν είναι αυτό που λένε πως είναι. Είναι όμορφο, ναι. Αλλά η ομορφιά του είναι περισσότερο «σκηνοθετημένη» παρά αληθινή. Και αυτό, αν είσαι ταξιδιώτης και όχι απλός περαστικός, κάπως το νιώθεις.


Και μετά, το πραγματικό πάρτι: το Großglockner, το αυστριακό πάσο-θρύλος που κάνει το δικό μας Μπάρο να μοιάζει με ..προθέρμανση. Ένας δρόμος που δεν οδηγείς, τον ζεις.
Ατελείωτες στροφές, απότομες ανηφόρες και υψομετρικές διαφορές που σε ανεβάζουν κυριολεκτικά και μεταφορικά σε άλλο επίπεδο. Εκεί, στη σιωπή της κορυφής, με τον αέρα να φυσάει παγωμένος και καθαρός, νιώθεις για λίγο πως έφτασες κάπου.Όχι σε έναν προορισμό, αλλά σε μια κορυφή μέσα σου, μέχρι την επόμενη.
Όλο το τοπίο γύρω μοιάζει με σκηνικό θεάτρου: οι βράχοι, οι πάγοι, τα σύννεφα, όλα σε ρόλο. Και κάθε στροφή, σαν μια καινούρια πράξη που σου κόβει την ανάσα.

Και στη δική μου κορυφή, εγώ.. Όταν η ζωή σου λέει όχι, εσύ θα χτυπάς τα πόδια σου στο έδαφος και θα σηκώνεσαι… Και θα λές “κοίτα με πως θα τα καταφέρω…”


Το βράδυ το βρήκαμε σε ένα αυθεντικό αυστριακό σαλέ, με καθαρό αέρα και μια μπύρα που ήρθε κατευθείαν από τη ζυθοποιία της Ζιόν, παγωμένη, ντόπια, κι αληθινή σαν το μέρος. Κατέβαινε σαν νερό και έκανε τα πάντα να ηρεμούν.
Την επόμενη μέρα δεν τα καταφέραμε να δούμε όσα θέλαμε εκεί γύρω. Έμεινε μια πίκρα, ένα ανικανοποίητο. Αλλά ίσως αυτό είναι το νόημα των μεγάλων τόπων: να σε κρατάνε μισό βήμα πίσω για να σε ξαναφέρουν κοντά τους. Άλλωστε, όπως λέει και το άσμα.. στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε.


Σειρά έπαιρνε η Ιταλία και τα Δολομίτες που αποκαλύφθηκαν σαν μια ακατέργαστη αγριάδα που κόβει την ανάσα. Τα βουνά εκεί έχουν μια δύναμη που σε κάνει να νιώθεις ταυτόχρονα μικρός και ζωντανός, σαν να σε καλούν να τα σεβαστείς και να τα θαυμάσεις. Κάθε διαδρομή ήταν μια δοκιμασία, αλλά και μια πηγή έμπνευσης που δεν ξεχνιέται εύκολα.
Τα πάσα είναι πολλά με το καθε ένα να ξεχωρίσει με το δικό του τρόπο: το Sella Pass με τις απότομες πλαγιές και το διάσημο κυκλικό πέρασμα, το Giau Pass που σε κάνει να νιώθεις πως οδηγείς ανάμεσα σε γιγάντιους γκρεμούς, το Gardena Pass που ξεδιπλώνει μπροστά σου το αλπικό τοπίο, και το Pordoi Pass με την εντυπωσιακή θέα που σου κόβει την ανάσα.


Είμαι εγώ εδώ; Πώς βρέθηκα εδώ; Τί βλέπω θεε μου…

Η λίμνη Braies, με τα καταγάλανα νερά της, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από παραμύθι και αποτελεί σταθερό σταθμό για κάθε ταξιδιώτη που αναζητά ηρεμία και ομορφιά. Η μικρή πόλη Arabba και τα γύρω περάσματα όπως το Valparola, σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην καρδιά ενός φυσικού αμφιθεάτρου, ενώ η Lago di Misurina σε μαγεύει με την ήρεμη επιφάνεια και τα βουνά που την αγκαλιάζουν.
Το Passo Rolle, με τις μεγάλες εκτάσεις και το ανοιχτό τοπίο, προσφέρει μια ανάσα πριν μπεις ξανά στις πιο σφιχτές και απαιτητικές στροφές. Κάθε πέρασμα, κάθε λίμνη, κάθε χωριό στα Δολομίτες έχει τη δική του ιστορία και προσωπικότητα, και μαζί συνθέτουν ένα ταξίδι που δεν ξεχνιέται.
Το κλείσιμο της ημέρας ήταν μια προειδοποίηση: Εκεί γνωρίσαμε και τον άγριο, επικίνδυνο πρόσωπο του βουνού. Εκεί που ο καιρός δεν αστειεύεται, καταλάβαμε τον κίνδυνο μπροστά στη μανία της φύσης. Ευτυχώς χωρίς απώλειες..

Η κούραση μεγάλη, το Passo Dello Stelvio θα πρέπει να περιμένει ένα χρόνο ακόμα… Η Λίμνη Γκάρντα υποτίθεται θα ήταν η ενδιάμεση – ξεκούραστη- λύση. Αλλά και πάλι όχι – είχα καταλάβει πως είχαμε ήδη υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις μας σε ένα τέτοιο ταξίδι.. Αλλά δε θα το έβαζα έτσι απλά κάτω, ακόμα και με τους 38 βαθμούς του καύσωνα να μας βασανίζουν κάθε μερα…

Και κάπου εκεί, μια κακιά στιγμή θα μας ανάγκαζε να συνεχίσουμε μόνοι μας το ταξίδι.. Ευτυχώς όλοι είναι καλά, αλλά το παρεάκι θα σπάσει – πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα..

Επόμενη χώρα, η Σλοβενία, μικρή σε μέγεθος, μεγάλη σε εικόνες. Οι λίμνες της, ήσυχες και καταπράσινες, μοιάζουν με καθρέφτες της φύσης, ενώ το πέρασμα Vršič, χαραγμένο σε έναν αλπικό τοίχο από πέτρα και δάσος, είναι ίσως από τα πιο απαιτητικά και τεχνικά που έχω οδηγήσει στα τόσα χρόνια. Με τις πέτρινες φουρκέτες και τα ασταθή οδοστρώματα, δοκίμαζε όχι μόνο την εμπειρία αλλά και την υπομονή σου. Αλλά άξιζε. Κάθε μέτρο του δρόμου άξιζε — όχι μόνο για τη θέα, αλλά για το πώς σε κάνει να νιώθεις όταν το φτάνεις.
Η Λίμνη Μπλεντ ξεχώρισε αμέσως: με το νησάκι στη μέση, την εκκλησία, και τη γαλήνη της, ήταν σαν να περπατούσες μέσα σε πίνακα. Ήταν από τα λίγα σημεία που σε κάνουν να θες να πατήσεις φρένο και να μείνεις λίγο παραπάνω. Το βράδυ, όμως, μας βρήκε σε ένα μέτριο κατάλυμα στο Cerklje, κουρασμένοι, λιώμα, με τα κορμιά πιασμένα και το μυαλό να υπολογίζει τις επόμενες κινήσεις. Κάπου εκεί, αποφασίσαμε να αλλάξουμε ρότα. Το αρχικό πλάνο δεν είχε πια σημασία.. τα χιλιόμετρα στο χάρτη έμοιαζαν πια εξαντλητικά, σαν να τραβούσαν το ταξίδι περισσότερο απ’ όσο άντεχε το σώμα. Έτσι, η Λιουμπλιάνα μπήκε ως προτελευταία στάση. Μια τελευταία γεύση από αυτή τη χώρα που, χωρίς πολλά λόγια, καταφέρνει να σε κερδίσει.


Η Λιουμπλιάνα ήταν μια μικρή έκπληξη. Ζωντανή, γεμάτη χρώμα και ενέργεια, με κόσμο χαμογελαστό, νεανικό, και πλατείες που σφύζουν από ζωή χωρίς να σε πνίγουν. Είναι μια πόλη που δεν σου φωνάζει να την ανακαλύψεις. Απλώς σε αφήνει να την περπατήσεις με τον ρυθμό σου. Πλάι στο ποτάμι, στα σοκάκια με τα καφέ, στους δρόμους με τα ποδήλατα, υπάρχει μια αίσθηση ηρεμίας και απλότητας. Δεν εντυπωσιάζει με μέγεθος ή επιβλητικά μνημεία, αλλά έχει εκείνο το κάτι που σε κάνει να θες να μείνεις λίγο παραπάνω. Να καθίσεις σε ένα παγκάκι, να πιεις έναν καφέ και να χαζέψεις τον κόσμο που περνάει.


Η τελευταία στάση μας ήταν η Βενετία — ένα μέρος που, όσο τουριστικό κι αν έχει γίνει, εξακολουθεί να κουβαλάει μια γοητεία σχεδόν κινηματογραφική. Εκεί όπου οι δρόμοι δίνουν τη θέση τους σε κανάλια, και οι μηχανές σωπαίνουν για να ακουστεί ο ήχος του νερού που χτυπάει απαλά στις πέτρες. Η γόνδολα μπορεί να είναι το κλισέ της πόλης, αλλά όταν τη βλέπεις να γλιστράει σιωπηλά ανάμεσα στα παλιά παλάτια, καταλαβαίνεις γιατί επιμένει να υπάρχει.
Η πόλη μοιάζει να επιπλέει ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, με τα στενά της να μυρίζουν υγρασία και ιστορία.
Και κάπου εκεί, στο χέρι το τζελάτο,αυθεντικό, ιταλικό, γεμάτο γεύση,ήρθε σαν μικρή ανταμοιβή. Μια γλυκιά υπενθύμιση πως κάθε στροφή, κάθε χιλιόμετρο, κάθε κουρασμένη μέρα άξιζαν για να φτάσεις ακριβώς εδώ.

Σ’ ένα σημείο που, χωρίς να το καταλάβεις, νιώθεις πως το ταξίδι ολοκληρώθηκε.


Αυτό το ταξίδι δεν ήταν απλά μια διαδρομή πάνω σε δύο ρόδες. Ήταν μια εμπειρία, μια συλλογή από εικόνες, ήχους και συναισθήματα που θα μείνουν ζωντανά μέσα μου. Μια υπενθύμιση πως ο δρόμος πάντα κρύβει περισσότερα από όσα φαίνονται στην επιφάνεια. Ιστορίες που αξίζει να ανακαλύψεις, ακόμα κι όταν δεν είναι λαμπερές ή εύκολες.
τελικά, δεν έχει τόση σημασία πού πηγαίνεις. Σημασία έχει να φύγεις. Να ξεκινήσεις. Να δεις. Να νιώσεις. Και κάπου στο ενδιάμεσο, να συναντήσεις ξανά τον εαυτό σου.

Τα υπόλοιπα… στο βίντεο…