Η επόμενη ημέρα, μετά την περιπετειώδη κατάκτηση του Transfăgărășan, με βρήκε να ξεκινώ από το Σιμπίου με προορισμό την θρυλική Transalpina. Η φήμη της, ως του ψηλότερου ασφαλτοστρωμένου δρόμου της Ρουμανίας, έκαιγε στην καρδιά μου με την ίδια ένταση με την προηγούμενη. Η εκκίνηση ήταν μαγευτική. Το βόρειο τμήμα της Transalpina ξεδιπλωνόταν μπροστά μου σαν ένας πράσινος παράδεισος.
Διασχίζαμε πυκνά δάση, όπου το φως του ήλιου έπαιζε κρυφτό ανάμεσα στα φυλλώματα, και ξαφνικά, μπροστά μου απλώθηκε η γαλήνια επιφάνεια μιας πανέμορφης λίμνης. Τα νερά της, κρυστάλλινα και ήρεμα, αντανακλούσαν τον γαλανό ουρανό και τις γύρω καταπράσινες πλαγιές, δημιουργώντας μια εικόνα που έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι. Λίγο πιο πέρα, το επιβλητικό φράγμα ύψωνε το τείχος του, μια ανθρώπινη παρέμβαση που όμως έδενε αρμονικά με το άγριο τοπίο.
Ο δρόμος ήταν απλά υπέροχος, μια κορδέλα ασφάλτου που χάιδευε τις καμπύλες του βουνού, προσφέροντας αδιάκοπα μαγευτικές εναλλαγές τοπίων.
Όμως, καθώς συνέχιζα την πορεία μου προς το νότο, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει δραματικά. Η πλούσια βλάστηση έδωσε σταδιακά τη θέση της σε ένα άγονο, σκληρό και πετρώδες περιβάλλον. Οι κορυφές γύρω μου έγιναν πιο απόκρημνες, οι βράχοι γυμνοί και επιβλητικοί, και η αίσθηση της άγριας φύσης ήταν πιο έντονη από ποτέ. Ο αέρας δυνάμωσε, φέρνοντας μαζί του τη μυρωδιά της πέτρας και της αραιής βλάστησης. Η Transalpina σε αυτό το τμήμα της αποκάλυπτε ένα άλλο πρόσωπο, πιο αυστηρό και επιβλητικό, μια ωμή δύναμη της φύσης που σου προκαλούσε δέος. Οι στροφές ήταν πιο απαιτητικές, η άσφαλτος πιο τραχιά, αλλά η θέα από ψηλά, στις ερημικές κορυφές, ήταν συγκλονιστική.
Καθώς διέσχιζα αυτό το ψηλό, ερημικό κομμάτι της Transalpina, άρχισα να αναρωτιέμαι ποια από τις δύο αυτές εμβληματικές διαδρομές ήταν τελικά η «καλύτερη». Η Transfăgărășan με την θεαματική της μηχανική και τις δραματικές της στροφές, ή η Transalpina με την ποικιλία των τοπίων της, από την καταπράσινη αρχή μέχρι την άγρια, αλπική της συνέχεια; Η απάντηση δεν ήταν εύκολη. Ήταν σαν να προσπαθούσα να συγκρίνω δύο αριστουργήματα, καθένα με τη δική του μοναδική ομορφιά και γοητεία. Τελικά, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε «καλύτερο». Υπήρχαν απλώς δύο ανεπανάληπτες εμπειρίες, δύο διαφορετικές εκφάνσεις της μαγευτικής ρουμανικής φύσης, που χάραξαν για πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Και ήμουν ευγνώμων που είχα την ευκαιρία να τις ζήσω και τις δύο.