cookosrider logo

Ορεινή Ναυπακτία (feat. Στέλιος Ρόκκος & Mototaxidiotis)

Ήταν εκείνη η μέρα του Φλεβάρη που όλα έδειχναν πως θα γράψει ιστορία – κι έγραψε. Τρεις μηχανές, τρεις φίλοι, κι ένας κοινός παλμός. Μπροστάρης ο Mototaxidiotis, με το μάτι του κολλημένο στο δρόμο και το χέρι μόνιμα έτοιμο να τραβήξει το επόμενο καρέ για το άρθρο του. Πίσω του εγώ, ο Cookos, απολαμβάνοντας κάθε στροφή και κάθε θόρυβο του boxer. Κι ο Στέλιος… καλλιτέχνης και μηχανόβιος, με μια μουσική τρέλα που τον κάνει να χωράει σε κάθε ταξίδι, σε κάθε αυθόρμητη στιγμή.

Περάσαμε τη γέφυρα Ρίο-Αντίρριο νιώθοντας ότι αφήνουμε πίσω την καθημερινότητα. Η εικόνα της πάνω από τα νερά ήταν σαν είσοδος σε άλλο κόσμο. Κατεβήκαμε προς Τουρλίδα. Η λιμνοθάλασσα ήταν βουβή, με τα νερά ήσυχα, τα σπίτια πάνω στους πασσάλους να μοιάζουν ξεχασμένα στον χρόνο. Εκεί για λίγο σταμάτησαν όλα. Ούτε λέξη – μόνο τοπίο και ανάσα.

Το απόγευμα μάς βρήκε στο Αγρίνιο, με τον Στέλιο να κουρδίζει κιθάρες και ψυχή για τη βραδινή του συναυλία. Εμείς αράξαμε, γελάσαμε, ήπιαμε και ετοιμαστήκαμε για την αυριανή ανάβαση. Ξέραμε τι μας περιμένει.
Αναχώρηση νωρίς. Ο δρόμος ανηφορίζει για Θέρμο, και ήδη η φύση αρχίζει να αλλάζει. Κάτω Χρυσοβίτσα, Βαλτσόρεμα – εκεί που η παλιά πέτρινη γέφυρα του Ευήνου μάς έκανε να σταθούμε χωρίς λόγια. Στεκόταν εκεί σαν σύμβολο αντοχής, περασμένο από εποχές. Και μετά, ο Πλάτανος. Καφεδάκι στο καφενείο της Ιφιγένειας. Από τα μέρη που δεν σερβίρουν απλώς καφέ – σου προσφέρουν ψυχή.

Χώθηκα για λίγο πίσω από τον Mototaxidioti, παρατηρώντας πώς κινούταν – ήρεμος, αποφασιστικός, με εκείνη τη σιγουριά που σου μεταδίδει ασφάλεια. Κάθε τόσο κοντοστεκόταν για μια φωτογραφία, όχι απλώς για την εικόνα, αλλά για την αίσθηση του τόπου. Κι ο Στέλιος, με τα δικά του κουφά σπασίματα στην πορεία, έπαιζε μαζί μας – άλλοτε τραγουδώντας μες στο κράνος του, άλλοτε φωνάζοντας αυθόρμητα σε μια στροφή που του άρεσε. Ο καθένας μας ζούσε το ίδιο ταξίδι με διαφορετικό ρυθμό. Αυτό είναι το ωραίο. Δεν χρειάζεται να πεις πολλά όταν το μοτέρ γράφει και το τοπίο μιλάει.

Ανεβαίνοντας, περάσαμε την τεχνητή λίμνη του Ευήνου, που καθρέφτιζε τον χειμωνιάτικο ουρανό. Ο δρόμος γινόταν όλο και πιο “δικός μας”: χωμάτινος, φθαρμένος, σαν να μας δοκίμαζε. Λίγη λάσπη, λίγη προσοχή, αλλά και απόλυτη απόλαυση. Εκεί καταλαβαίνεις γιατί οδηγείς.
Περδικόβρυση, μετά Αμπελακιώτισσα, με τα πέτρινα σπίτια και τον ήχο της σιωπής. Σταματούσαμε κάθε τόσο – όχι για ξεκούραση, αλλά γιατί δεν γινόταν να μην το ζήσεις. Κάθε γωνιά, κάθε θέα, κάθε χωριό ήταν μια ιστορία.

Και φτάσαμε στην Άνω Χώρα. Μοσχοβολούσε καμένο ξύλο, φαγητό και χειμώνα. Καθίσαμε, βγάλαμε κράνη, γελάσαμε με τα χάλια μας απ’ τις λάσπες και παραγγείλαμε τα πάντα. Το φαγητό μας άφησε χωρίς λόγια – όπως και η διαδρομή που μας έφερε ως εκεί.
Μια μέρα γεμάτη. Από αυτές που δεν χωράνε σε βίντεο ή άρθρο. Μόνο σε ανάμνηση.